- ἐπικύρωσις
- ἐπικύρωσιςratificationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπικυρώσει — ἐπικύρωσις ratification fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπικυρώσεϊ , ἐπικύρωσις ratification fem dat sg (epic) ἐπικύρωσις ratification fem dat sg (attic ionic) ἐπικυρόω confirm aor subj act 3rd sg (epic) ἐπικυρόω confirm fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυρώσεις — ἐπικύρωσις ratification fem nom/voc pl (attic epic) ἐπικύρωσις ratification fem nom/acc pl (attic) ἐπικυρόω confirm aor subj act 2nd sg (epic) ἐπικυρόω confirm fut ind act 2nd sg ἐπικῡρώσεις , ἐπικυρόω confirm aor subj act 2nd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικύρωση — η (AM ἐπικύρωσις) [επικυρώνω] η πράξη με την οποία προσδίδεται κύρος σε ορισμένη ενέργεια ή με την οποία διαπιστώνεται, επαληθεύεται ή βεβαιώνεται κάτι (α. «επικύρωση συνθήκης, εγγράφου, υπογραφής» κ.λπ. β. «πρὸς τὴν ἐπικύρωσιν τῆς χειροτονίας»,… … Dictionary of Greek
μοιχοζευκτικός — μοιχοζευκτικός, ή, όν (Μ) [μοιχοζεύκτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοιχοζεύκτη («μοιχοζευκτικὴ ἐπικύρωσις», Θεόδ. Στουδ.) … Dictionary of Greek
ἐπικυρώσεως — ἐπικυρώσεω̆ς , ἐπικύρωσις ratification fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυρώσῃ — ἐπικυρώσηι , ἐπικύρωσις ratification fem dat sg (epic) ἐπικυρόω confirm aor subj mid 2nd sg ἐπικυρόω confirm aor subj act 3rd sg ἐπικυρόω confirm fut ind mid 2nd sg ἐπικῡρώσῃ , ἐπικυρόω confirm aor subj mid 2nd sg ἐπικῡρώσῃ , ἐπικυρόω confirm… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικύρωσιν — ἐπικύ̱ρωσιν , ἐπικύρω light upon pres subj act 3rd pl ἐπικύρωσις ratification fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)